- ἐξεικάζονται
- ἐξεικάζωmake likepres ind mp 3rd plἐξεικάζωmake likepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλίντοκος — παλίντοκος, ον (Μ) ο ανόμοιος προς τους γονείς του («θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῡ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῑδες τοῑς πατράσι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τόκος (< τίκτω)] … Dictionary of Greek